- βάτινος
- και βάτσινος και βάτικος, -η, -οΙ. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτουΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον)ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή του -τ- σε -τσ- κατά την προφορά της λέξεως].
Dictionary of Greek. 2013.